ἐπαμειβόμενον

ἐπαμειβόμενον
ἐπαμείβω
exchange
pres part mp masc acc sg
ἐπαμείβω
exchange
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επαμείβω — (Α ἐπαμείβω) νεοελλ. «επαμειβόμενον έπαλθον» έπαθλο που ο κάτοχός του δεν δικαιούται να κρατήσει περισσότερο από μια αγωνιστική περίοδο, αλλά οφείλει να τό παραδώσει, για να δοθεί στον νικητή τής επόμενης περιόδου αρχ. 1. ανταλλάσσω («τεύχεα δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”